-
1 κίναδος
A fox (Sch. Theoc.5.25, cf. EM514.13), Call.Com.1 D.: hence, cunning rogue,τοὐπίτριπτον κίναδος S.Aj. 103
;ὦ συκοφάντα καὶ ἐπίτριπτον κ. And.1.99
;πυκνότατον κ. Ar.Av. 430
, cf. Nu. 448, D.18.162, 242, Theoc. l.c. (ὦ κίναδε, ὦ κιναδεῦ codd.): generally, beast, monster, Democr.259.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίναδος
-
2 ἐξέρομαι
ἐξέρομαι, [dialect] Ion. [suff] ἐξερ-είρομαι, [tense] fut. - ερήσομαι: [tense] aor. 2 -ηρόμην, inf. - ερέσθαι:1 c. acc. rei, inquire into a thing,Διὸς ἐξείρετο βουλήν Od. 13.127
; so also ἀναξίου μὲν φωτὸς ἐξερήσομαι.. τί νῦν κυρεῖ will inquire concerning him, what he is now about, S.Ph. 439.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξέρομαι
-
3 ἐπίτριπτος
A accursed, damned, τοὐπίτριπτον κίναδος the damned fox, S.Aj. 103 (= τὸ ἐξῶλες θηρίον, Sch.), cf.And.1.99 ;ἐ. ψωμοκόλακες Sannyr.10
; οὑπίτριπτος the rogue, Ar.Pl. 275, Alex. 105, cf. Ar.Pl. 619 ; ; rascally,ῥήτορες Luc. Tim.37
: [comp] Sup., Com.Adesp.1348.2 ἡ νῦν ἐ. καὶ κατεαγυῖα μουσική the disreputable and effeminate music of to-day, S.E.M.6.14. (For this sense of a participial formation, cf. οὐλόμενος and ὀνήμενος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίτριπτος
См. также в других словарях:
επίτριπτος — ἐπίτριπτος, ον [επιτριβω] 1. ο τριμμένος από πάνω, ο φθαρμένος εξωτερικά 2. μτφ. αυτός που αξίζει να εξολοθρευτεί 3. μτφ. πανούργος, δόλιος («τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ’ ὅπου», Σοφ.) 4. (για πράγμ.) τετριμμένος, συνηθισμένος … Dictionary of Greek