Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τοὐπίτριπτον κίναδος

См. также в других словарях:

  • επίτριπτος — ἐπίτριπτος, ον [επιτριβω] 1. ο τριμμένος από πάνω, ο φθαρμένος εξωτερικά 2. μτφ. αυτός που αξίζει να εξολοθρευτεί 3. μτφ. πανούργος, δόλιος («τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ’ ὅπου», Σοφ.) 4. (για πράγμ.) τετριμμένος, συνηθισμένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»